- ψιλοκαμωμένος
- ψιλοκάμωτος, ψιλοκανωμένος, η , ο тонко, изящно, филигранно отделанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλοκαμωμένος — ψιλοκαμωμένος, η, ο και ψιλοκανωμένος, η, ο ψιλοδουλεμένος, ο επεξεργασμένος με πολλή λεπτότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοκαμωμένος — η, ο, Ν 1. ψιλοδουλεμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) λεπτοκαμωμένος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + καμωμένος] … Dictionary of Greek
ψιλοκάμωτος — η, ο, Ν ψιλοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + καμωτός (< κάμνω)] … Dictionary of Greek
ψιλοκάμωτος — η, ο ψιλοκαμωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)